Την προώθηση και στην Κύπρο συσκευών εντοπισμού για άτομα με άνοια, βραχιολιών ή ρολογιών με κουμπί SOS και δυνατότητα GPS, εξετάζει το Υπουργείο Υγείας. Η ανάγκη για ένα τέτοιο εργαλείο συνδέεται με τα συχνά περιστατικά περιπλάνησης ατόμων με άνοια σε διάφορες κοινότητες της χώρας. Ο κίνδυνος ο ασθενής να χαθεί, να απομακρυνθεί χωρίς επίγνωση ή να μην μπορεί να ζητήσει βοήθεια αποτελεί πάγιο άγχος για εκατοντάδες οικογένειες, ειδικά σε περιοχές όπου δεν υπάρχουν δομές εποπτείας ή υποστηρικτικές υπηρεσίες. Περιστατικά αναζήτησης ηλικιωμένων από την Αστυνομία, ειδοποιήσεις σε τοπικά συμβούλια και αυξημένες αναφορές συγγενών για απουσία συστηματικής φροντίδας έχουν καταγραφεί επανειλημμένα τα τελευταία χρόνια. Το φαινόμενο αυτό συνδέεται με την αύξηση που φαίνεται να παρουσιάζουν τα περιστατικά άνοιας τα τελευταία χρόνια. Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι πριν από μερικές εβδομάδες εκπρόσωποι της Βουλής των Γερόντων είχαν απευθυνθεί στην Επιτροπή Υγείας της Βουλής, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για αύξηση των ατόμων που εμφανίζουν συμπτώματα άνοιας, ακόμη και πριν τα 60 έτη.
Κατόπιν αξιολόγησης
Δεν είναι η πρώτη φορά που συζητείται το ενδεχόμενο εισαγωγής και στην Κύπρο συσκευών εντοπισμού για άτομα με άνοια, ανέφερε, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του βουλευτή του ΑΚΕΛ, Νίκου Κέττηρου, ο υπουργός Υγείας, Μιχάλης Δαμιανός, σημειώνοντας ότι κάτι τέτοιο θα εξεταστεί εκ νέου στο πλαίσιο της νέας Επιτροπής για την Άνοια που βρίσκεται στη διαδικασία επανασύστασης. Παράλληλα, υπάρχει η δυνατότητα το μέτρο να συμπεριληφθεί και στο επικαιροποιημένο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Άνοια. Όπως σημειώνεται, η προμήθεια της συσκευής θα μπορεί να γίνεται κατόπιν ιατρικής αξιολόγησης και συνταγογράφησης από νευρολόγους ή ψυχιάτρους, ώστε να χορηγείται σε διαγνωσμένους ασθενείς. Για την αρχική εκτίμηση των αναγκών, το υπουργείο αναφέρει ότι μπορούν να αξιοποιηθούν στοιχεία από ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στον τομέα, από το Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες και από τους θεράποντες ιατρούς.
Δεν αναγνωρίζεται ως αναπηρία
Η ανάγκη επανασύστασης της Επιτροπής για την Άνοια και διαμόρφωσης μιας πιο ολοκληρωμένης στρατηγικής στήριξης αναδεικνύεται και από τα όσα παρουσιάστηκαν πρόσφατα στην Επιτροπή Υγείας της Βουλής.
Στη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στην Επιτροπή, εκπρόσωποι της Βουλής των Γερόντων παρουσίασαν στοιχεία που περιγράφουν την πραγματικότητα την οποία βιώνουν σήμερα πολλά άτομα με άνοια και οι οικογένειές τους. Όπως επισημάνθηκε, σημαντικός αριθμός ηλικιωμένων που ζουν με άνοια εξακολουθούν να διαβιούν χωρίς κατ’ οίκον φροντίδα, χωρίς επαγγελματική εποπτεία και με περιορισμένη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, ιδιαίτερα σε ορεινές και απομακρυσμένες περιοχές. Τόνισαν ότι η απουσία οργανωμένων δομών φροντίδας και η έλλειψη μηχανισμού συστηματικής παρακολούθησης εντείνουν τους κινδύνους, ενώ πολλές οικογένειες δηλώνουν ότι δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις καθημερινές ανάγκες των ασθενών. Το ζήτημα δεν περιορίζεται στις ιατρικές δυσκολίες των ασθενών, αλλά επηρεάζει άμεσα και τους φροντιστές τους, οι οποίοι συχνά αναλαμβάνουν τον ρόλο της καθημερινής εποπτείας χωρίς την απαραίτητη στήριξη ή εξειδίκευση. Όπως σημειώθηκε, η συνεχής ανάγκη για επιτήρηση, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις προχωρημένης άνοιας, δημιουργεί συνθήκες μεγάλης ψυχολογικής και σωματικής επιβάρυνσης για τις οικογένειες, που καλούνται να λειτουργήσουν χωρίς δομές ανακούφισης.
Πρόβλημα αποτελεί την ίδια στιγμή και το ότι η άνοια δεν αναγνωρίζεται ως αναπηρία, κάτι που αποκλείει τους ασθενείς από στοχευμένα επιδόματα και εξειδικευμένες υπηρεσίες. Παρουσιάστηκαν επίσης περιπτώσεις ηλικιωμένων που διαμένουν μόνοι και βασίζονται αποκλειστικά σε άτυπους φροντιστές ή συγγενείς, καθώς και αναφορές ότι το κόστος ιδιωτικής φροντίδας παραμένει ιδιαίτερα υψηλό, με αποτέλεσμα η πρόσβαση σε υπηρεσίες να είναι για πολλούς οικονομικά ανέφικτη.






