Παρά τις τεράστιες οικολογικές ζημιές που προκάλεσε η φονική πυρκαγιά στην ορεινή Λεμεσό, ευτυχώς, κανένα αιωνόβιο δέντρο δεν χάθηκε, δίνοντας μία ελπίδα ζωής μέσα από τη στάχτη και το κάρβουνο που άφησε πίσω του ο πύρινος όλεθρος. Ένας τρέμυθος 600 ετών στην Κισσούσα, ένας πλάτανος 400 ετών στο Βουνί, ο πλάτανος της Αγίας Μαύρης (φωτο) 800 ετών και άλλα αιωνόβια δέντρα, γλύτωσαν από την πύρινη λαίλαπα των 100 βαθμών Κελσίου που αναπτύχθηκαν σε μικρές αποστάσεις από τα σημεία όπου βρίσκονται.
Σύμφωνα με τον δασικό λειτουργό του Τμήματος Δασών, Ανδρέα Νεάρχου, ο τρέμυθος στην Κισσούσα επηρεάστηκε από τη θερμότητα, με κάποια φύλλα του να μαράθηκαν, αλλά ήδη παρουσιάζει σημάδια επαναφοράς και νέας βλάστησης, όπως αναφέρει στον «Π».
Ένας πλάτανος στη Βάσα Κοιλανίου έχει επίσης γλυτώσει, ενώ η συστάδα κυπαρισσιών στην ίδια περιοχή έμεινε ανέπαφη, σημείωσε. Υπό παρακολούθηση βρίσκονται και ο πλάτανος στην Αγία Μαύρη, όπως και μια ελιά και ένας ακόμη τρέμυθος στην Ποταμιού, με τους ειδικούς να αναφέρουν ότι ο τελευταίος έχει επίσης αρχίσει να ανακάμπτει.
Μετά την πυρκαγιά, τα πιο ταλαιπωρημένα δέντρα ποτίστηκαν άμεσα, ιδιαίτερα οι τρέμυθοι που εμφάνιζαν σημάδια στρες.
Η σημασία της πρόληψης
Ο γραμματέας του Φιλοδασικού Συνδέσμου, Τάκης Παπαχριστοφόρου, ένας άνθρωπος που όσο εργαζόταν στο Τμήμα Δασών ήταν ο φύλακας - άγγελος των αιωνόβιων δέντρων, επιβεβαιώνει στον «Π» ότι η φωτιά δεν κατέστρεψε κανένα αιωνόβιο δέντρο. Δύο δέντρα στο Βουνί, άνω των 400 χρόνων, διασώθηκαν, όπως επισημαίνει, λόγω της «καθαρής ζώνης» που διαμορφώθηκε γύρω τους με καθαρισμό της γύρω βλάστησης και κλάδεμα ώστε τα φύλλα να μην αγγίζουν το έδαφος γύρω τους. Ως εκ τούτου, παρά το γεγονός ότι η φωτιά τα πλησίασε απειλητικά, σε απόσταση μόλις 100 μέτρων, τα δέντρα γλύτωσαν. Όπως εξηγεί, η απουσία σοβαρών απωλειών επιβεβαιώνει και τη σημασία της προληπτικής διαχείρισης. Παράλληλα, υπενθυμίζει ότι τέτοιες απώλειες είναι εξαιρετικά σπάνιες, καθώς ακόμα και πριν από 8-10 χρόνια, όταν είχε καεί από πυρκαγιά μία ελιά 500 χρόνων, επρόκειτο για μεμονωμένο περιστατικό.
Ο καθαρισμός της γύρω βλάστησης είναι κρίσιμος, καθώς μειώνει την ένταση σε περίπτωση νέας πυρκαγιάς, προσθέτει και ο κ. Νεάρχου από την πλευρά του. Παράλληλα, ο πλάτανος, ως υδρόφυλο είδος, χρήζει ιδιαίτερης φροντίδας, αφού επηρεάζεται περισσότερο από τις ξηρές κλιματικές συνθήκες των τελευταίων ετών, προσθέτει.
Η συνεργασία με τις κοινότητες είναι καθοριστική και ενθαρρύνεται διαρκώς από το Τμήμα Δασών, μιας και τα περισσότερα αιωνόβια δέντρα δεν βρίσκονται σε δασική γη, αλλά σε εκκλησιαστικούς χώρους και ιδιωτικές αυλές και προστατεύονται από τη νομοθεσία ως φυσικά μνημεία από το Τμήμα Πολεοδομίας.
Επούλωση πληγών
Οι τεχνικές προστασίας των αιωνόβιων δέντρων είναι αρκετές, και βοηθούν στην επιβίωσή τους, αναφέρει ο κ. Νεάρχου. Για παράδειγμα, όταν κάποιο δέντρο τραυματιστεί στον κορμό του, εφαρμόζεται το λεγόμενο «μάστιχο» για να καλυφθεί η πληγή, έτσι ώστε να προστατευτεί από μύκητες και να προωθηθεί η επούλωση. Η φροντίδα συνδυάζεται με πρόληψη και διαρκή παρακολούθηση, ώστε τα αιωνόβια δέντρα να συνεχίσουν να επιβιώνουν και να λειτουργούν ως ζωντανή σύνδεση με το παρελθόν.
117 αιωνόβια και 28 συστάδες
Η Κύπρος φιλοξενεί έναν σημαντικό αριθμό αιωνόβιων δέντρων, που αποτελούν ζωντανά μνημεία της φυσικής και πολιτιστικής της κληρονομιάς. Αυτά τα δέντρα, με αιώνες ζωής, βρίσκονται διάσπαρτα σε διάφορες περιοχές του νησιού και προστατεύονται από ειδικές νομοθεσίες.
Στην Κύπρο υπάρχουν καταγεγραμμένα 117 μεμονωμένα αιωνόβια δέντρα και 28 συστάδες από 2 έως 42 δέντρα. Μέσα στα κρατικά δάση παρακολουθούνται 70 μεμονωμένα δέντρα και 7 συστάδες. Το μεγαλύτερο σε ηλικία αιωνόβιο δέντρο εκτιμάται ότι είναι ένας τρέμυθος στην Απαισιά, ηλικίας περίπου 1.500 χρόνων. Από την άλλη, οι μεγαλύτερες συστάδες αιωνόβιων δέντρων στην Κύπρο περιλαμβάνουν ομάδες ελιών στην Ανώγυρα και τη Γερμασόγεια, καθώς και συστάδες κυπαρισσιών στο Μενεού και τους Τρούλλους. Επίσης, σημαντική είναι και η συστάδα με 27 δρύες στη Λάσα.
Τα ιθαγενή αιωνόβια δέντρα της Κύπρου είναι γενικά ανθεκτικά στις καιρικές συνθήκες, αν και η επιβίωσή τους γίνεται «όλο και πιο δύσκολη λόγω των δυσμενών περιβαλλοντικών αλλαγών», σημειώνει ο Νεάρχου.






