Η καταστροφική πυρκαγιά στην ορεινή Λεμεσό, πέρα από τις ανθρώπινες και περιβαλλοντικές απώλειες, πλήγωσε σε μεγάλο βαθμό τον αγροτικό τομέα της περιοχής. Σε πλαγιές όπου για δεκαετίες απλώνονταν αμπέλια, ελιές και άλλες καλλιέργειες σήμερα δεσπόζουν στάχτες και κορμοί. Μια επίσκεψη στα χωριά της περιοχής αρκεί για να καταλάβει κανείς το μέγεθος της ζημιάς. Οι αναβαθμίδες, κοινώς πεζούλες, και οι μαυρισμένοι κορμοί των αμπελιών μαρτυρούν μια χρονιά που δύσκολα θα ξεχαστεί από όσους ζουν από τη γη. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, ο «Π» επιχειρεί, μετά την καταμέτρηση των απωλειών, να εξετάσει τι σημαίνει αυτή η καταστροφή για το μέλλον της κυπριακής αμπελουργίας και οινολογίας και πώς ο κλάδος μπορεί να αναγεννηθεί αλλά και να ελπίζει.
Η πυρκαγιά και η ξηρασία
Σύμφωνα με τον προϊστάμενο του Κλάδου Αμπελουργίας και Οινολογίας του Τμήματος Γεωργίας, δρα Γεώργιο Νεοφύτου, φέτος καταστράφηκαν περίπου 3.000 δεκάρια αμπελιών, ένα σημαντικό τμήμα των οποίων εντοπίστηκε σε ζώνες παραγωγής σταφυλιού στην ορεινή Λεμεσό. Δεδομένου ότι στην Κύπρο η αμπελουργική έκταση ανέρχεται στα 70.000 δεκάρια, ο αριθμός δεν είναι καταστροφικός και δεν αναμένεται να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την παραγωγή που κυμαίνεται περίπου σε 6-7,5 εκατομμύρια λίτρα τον χρόνο. Φυσικά, για τις οικογένειες που είχαν συνδέσει το εισόδημα και την ταυτότητά τους με το αμπέλι και είδαν τα κτήματά τους να μαυρίζουν μέσα σε λίγες ώρες, η καταστροφή δεν είναι μόνο οικονομική.
Την ίδια στιγμή όμως, η απειλή δεν περιορίστηκε στις φλόγες. Όπως επισημαίνουν άνθρωποι του κλάδου, η ξηρασία των τελευταίων τριών ετών έχει επηρεάσει περισσότερο την παραγωγή από ό,τι η ίδια η πυρκαγιά. «Οι φωτιές είναι ένα γεγονός που σε χτυπά μια φορά. Η ανομβρία είναι το μόνιμο πρόβλημα», ανέφερε στον «Π» ο οινοπαραγωγός Σοφοκλής Βλασίδης, του οποίου οι αμπελώνες βρίσκονται στο Κοιλάνι, στην καρδιά της ορεινής Λεμεσού. Η φετινή παραγωγή, όπως είπε, μπορεί να είναι και ελαφρώς αυξημένη σε σχέση με την περσινή, όμως παραμένει πολύ χαμηλότερη από τα φυσιολογικά επίπεδα λόγω και της ξηρασίας.
Σύμφωνα με τις διεθνείς στατιστικές, δεν είναι μόνο ο κυπριακός αμπελώνας που πλήττεται από τις ακραίες καιρικές συνθήκες. Το 2025, για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, η προσφορά σταφυλιού για οινοποίηση ήταν κατά πολύ χαμηλότερη από τον μέσο όρο παγκοσμίως και στα δύο ημισφαίρια. Στην Ευρώπη, η Γαλλία κατέγραψε τη μικρότερη συγκομιδή από το 1957 και η παραγωγή της Ισπανίας έπεσε σε χαμηλό 30 ετών. Παρ' όλα αυτά η παραγωγή κρασιού αυξήθηκε ελαφρώς, όπως συνέβη και στην Κύπρο, κάτι που θα βοηθήσει τους παραγωγούς να ανακάμψουν έστω και κατ' ελάχιστο, μετά τις μεγάλες δυσχέρειες της τελευταίας τριετίας.
Μέτρα στήριξης
Το Υπουργείο Γεωργίας έχει ενεργοποιήσει το πακέτο στήριξης για τις πληγείσες περιοχές, με αποζημιώσεις για απώλεια εισοδήματος και σχέδιο αποκατάστασης που καλύπτει έως και το 80% του κόστους αναφύτευσης για τους πυρόπληκτους αμπελουργούς. Όπως εξηγεί ο δρ Γεώργιος Νεοφύτου, «η καταστροφή δεν αφορά μόνο τις φωτιές. Υπάρχει το σχέδιο αποκατάστασης, υπάρχουν αποζημιώσεις και υπάρχει η δυνατότητα οι πληγέντες να ξαναφυτέψουν». Εξάλλου, όπως ανέφερε, πρόκειται για ξηρική καλλιέργεια που μπορεί να αντέξει στο περιβάλλον της Κύπρου. Η πραγματική πρόκληση όμως, όπως σημείωσε, δεν περιορίζεται στην άμεση στήριξη. Είναι το πώς θα διατηρηθεί ο αμπελώνας τα επόμενα χρόνια, όταν ολοένα και λιγότεροι νέοι επιλέγουν να μείνουν στη γεωργία. «Το ζήτημα δεν είναι μόνο οικονομικό», υπογράμμισε τονίζοντας ότι το στοίχημα είναι η Πολιτεία «να βρει τρόπους να ενθαρρύνει τον κόσμο να επιστρέψει στη γη -με κίνητρα όχι μόνο οικονομικά αλλά και κοινωνικά».
Στις δόξες του το κυπριακό κρασί
Η κατανάλωση κυπριακού κρασιού παρουσιάζει σταθερή ανοδική πορεία. Ο Κύπριος καταναλωτής έχει στραφεί στο εγχώριο προϊόν την τελευταία δεκαετία και, όπως ανέφερε ο Σοφοκλής Βλασίδης στον «Π», το ίδιο συμβαίνει πλέον και με τους τουρίστες που επισκέπτονται τις οινοπαραγωγικές περιοχές. «Ζούμε στην εποχή των εμπειριών. Ο τουρίστας δεν θέλει απλώς να πιει ένα ποτήρι κρασί. Θέλει να δει, να μάθει, να ζήσει τη διαδικασία. Πράγματι ο οινοτουρισμός γνωρίζει ολοένα και περισσότερη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια», σημείωσε.

Κατά την εκτίμησή του κ. Βλασίδη, περίπου το 50% των φιαλών που πωλούνται στις υπεραγορές προέρχονται από την εγχώρια παραγωγή. Συγκεκριμένα, η παραγωγή κυπριακού εμφιαλωμένου κρασιού ανέρχεται σε 6-7 εκατομμύρια λίτρα τον χρόνο, την ώρα που η κατανάλωση κρασιού στην Κύπρο (σε εστιατόρια, ξενοδοχεία, υπεραγορές κ.λπ.) είναι περίπου 15-20 εκατομμύρια λίτρα τον χρόνο.
Παρά τις πληγές, ο κύριος Βλασίδης υπογράμμισε ότι ο αμπελώνας με τη σωστή διαχείριση επανέρχεται: «Με τη σωστή συντήρηση και τις σωστές παρεμβάσεις, το αμπέλι αναγεννάται. Δεν χάνεται. Θέλει δουλειά και χρόνο», επεσήμανε. «Πιθανόν να είναι και ένα καινούργιο ξεκίνημα για εμάς της περιοχής. Να πιεστούμε να φυτέψουμε κι άλλα αμπέλια για να προστατεύσουμε την περιοχή μας», τόνισε.
Η ανάπτυξη της οινοκαλλιέργειας δεν σημαίνει αυτόματα και αύξηση των εξαγωγών, οι οποίες παραμένουν χαμηλές, μόλις στο 4% με 5%. Η παραγωγική βάση του νησιού δεν επαρκεί για μια πιο δυναμική παρουσία στο εξωτερικό, σύμφωνα με τον κ. Βλασίδη, ο οποίος προειδοποίησε ότι «χωρίς περισσότερα αμπέλια η αγορά θα φτάσει τα όριά της. Φοβάμαι ότι σε δέκα χρόνια δεν θα μπορούμε να καλύψουμε ούτε τη ζήτηση της Κύπρου».

Η πορεία αναβάθμισης του κυπριακού κρασιού
Το κυπριακό κρασί βρίσκεται σε μία φάση ωρίμανσης. Ο δρ Γεώργιος Νεοφύτου, ανώτερος γεωργικός λειτουργός του Υπουργείου Γεωργίας, περιγράφει πώς, από τις τέσσερις μεγάλες οινοβιομηχανίες των δεκαετιών του ’70 και του ’80, η Κύπρος πέρασε σε μια νέα εποχή πολλών μικρών, οικογενειακών οινοποιείων. «Υπάρχει τεράστια αύξηση σε αριθμό και ποιότητα. Αναδεικνύονται οινοποιεία, νέα κρασιά, η ποιότητα ανεβαίνει σταθερά», σημειώνει. Ο Σοφοκλής Βλασίδης, ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους σύγχρονους οινοπαραγωγούς, περιγράφει αυτή τη διαδρομή σχεδόν σαν ανθρώπινη ανάπτυξη: «Τα πρώτα μικρά οινοποιεία ήταν σαν μωρά. Δεν μπορεί το μωρό να τρέξει αμέσως. Πρώτα πρέπει να περπατήσει. Χρειάστηκε μια δεκαετία για να μάθουμε να φτιάχνουμε σωστά κρασιά ως βιομηχανία και άλλη μια για να αρχίσουμε να φτιάχνουμε κρασιά με προσωπικότητα, με αξία».






