Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέπεμψε τον νόμο που ψήφισε η Βουλή για τις δημόσιες συμβάσεις, με το θέμα να συζητείται σήμερα ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών. Πρόκειται για τροποποιητικό νόμο που ψηφίστηκε τον Σεπτέμβριο από τη Βουλή.
Σύμφωνα με την επιστολή του Προέδρου Χριστοδουλίδη προς την πρόεδρο της Βουλής, οι λόγοι της αναπομπής επικεντρώνονται στο άρθρο 3 του τροποποιητικού Νόμου, με το οποίο τροποποιούνται η παράγραφος (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 24 του βασικού νόμου, καθώς και το εδάφιο (2) του άρθρου 24 του βασικού νόμου. Συγκεκριμένα, προστίθεται η υποχρεωτική κατάθεση εγγυητικής επιστολής εκ μέρους του προσφεύγοντα, το ύψος της οποίας θα καθορίζεται από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, ως προϋπόθεση για να δίδεται το προσωρινό μέτρο από την Αρχή, στο πλαίσιο άσκησης προσφυγής επί διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης.
Οι λόγοι της αναπομπής αφορούν τη γενικότητα του τρόπου διατύπωσης της επιβαλλόμενης υποχρέωσης και στην ασάφεια και αοριστία του γράμματος της τροποποίησης, που εγείρει ζητήματα ασφάλειας δικαίου, κατά παράβαση της ενωσιακής υποχρέωσης που επιβάλλει όπως οι κανόνες δικαίου να είναι σαφείς και ακριβείς, τα δε αποτελέσματά τους να μπορούν να προβλεφθούν. Σύμφωνα με τον Πρόεδρο, η ασάφεια της διατύπωσης εύλογα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα της Οδηγίας 89/665, του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2007/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2007 (στο εξής η «Οδηγία»), με την οποία εναρμονίζεται ο βασικός νόμος.
Η τροποποίηση της παραγράφου (α) του εδαφίου 1 του άρθρου 24 του βασικού νόμου, εισάγοντας την υποχρέωση όπως το προσωρινό μέτρο «σε περίπτωση έκδοσής του δίδεται με την κατάθεση εγγυητικής επιστολής εκ μέρους του προσφεύγοντος», εισάγει μία νέα υποχρέωση η οποία επιβάλλεται εκ του νόμου στους προσφέροντες, οι οποίοι προσφεύγουν στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, χωρίς όμως να προβαίνει σε πρόσθετες αναγκαίες ρυθμίσεις και/ή αφήνοντας ουσιώδη ζητήματα αδιευκρίνιστα. Πιο συγκεκριμένα, η αναφορά σε εγγυητική επιστολή δεν διευκρινίζει κατά πόσον αφορά σε τραπεζική εγγυητική, ή προσωπική επιστολή εγγύησης, εκ μέρους του προσφεύγοντα. Προστίθεται επίσης ότι, έαν αφορά σε τραπεζική εγγύηση, δεν έχει ρυθμιστεί ο τρόπος που ο χρόνος που απαιτείται για σκοπούς έκδοσης τραπεζικής εγγύησης θα επενεργεί με τα αυστηρά χρονοδιαγράμματα που αφορούν στην αναστολή της υπογραφής της σύμβασης και της εκδίκασης των προσφυγών επί της ουσίας. Επίσης, δεν υπάρχει πρόβλεψη ως προς το χρονικό σημείο/προϋποθέσεις που αυτή θα αποδεσμεύεται, ή πότε θα καταπίπτει και υπέρ ποιου.
Στο κείμενο για την αναπομπή τονίζεται ότι η προσπάθεια που γίνεται με τον τροποποιητικό νόμο για προώθηση των έργων του Δημοσίου χωρίς καθυστερήσεις, ενδεχομένως να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, καθότι είναι ορατός ο κίνδυνος να υπάρξει τάση προσφυγής στα δικαστήρια, με την αύξηση του αριθμού υποθέσεων ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, όπου ο χρόνος εκδίκασης σαφώς είναι μεγαλύτερος, χωρίς να παραγνωρίζεται και η πρόσθετη επιβάρυνση του συστήματος απονομής Δικαιοσύνης.
Καταληκτικά επισημαίνεται ότι, η εισαγωγή της υποχρέωσης κατάθεσης εγγυητικής επιστολής χαρακτηρίζεται από αοριστία και ασάφεια, η οποία συγκρούεται με τις αρχές της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας οι οποίες πρέπει να χαρακτηρίζουν τους κανόνες δικαίου, με αποτέλεσμα να συντείνει σε ανασφάλεια δικαίου. Πλέον η Βουλή καλείται να αποφασίσει κατά πόσον θα αποδεχθεί ή όχι την αναπομπή του Προέδρου.






