Δεκαεννέα χρόνια μετά τη λειτουργία του νέου Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, οι διαφορές που είχαν προκύψει μεταξύ του κράτους και της κοινοπραξίας των εταιρειών ακόμη εκδικάζονται ενώπιον δικαστηρίων.
Πριν από μερικές ημέρες το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση για πολιτική έφεση που αφορούσε διαφορά μεταξύ του κράτους και της κοινοπραξίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας απέρριψε την έφεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας εναντίον του διαιτητή Κώστα Ανδρονίκου και της κοινοπραξίας Χαρίλαος Αποστολίδη & Σία Λτδ και Panagides Contracting Ltd. Με την απόφαση του Ανωτάτου, επιβεβαιώθηκε ότι η διαιτητική διαδικασία που αφορούσε την ανέγερση του νέου Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας ήταν σύννομη και δεν παραβίασε τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.
Η διαφορά μεταξύ της Δημοκρατίας, ως εργοδότη, και της κοινοπραξίας εργολάβων προέκυψε κατά τη διάρκεια της κατασκευής του νέου νοσοκομείου. Είχε προηγηθεί συμπληρωματική συμφωνία, ημερομηνίας 11 Οκτωβρίου 2002, η οποία ρύθμιζε επιμέρους ζητήματα σχετικά με την εκτέλεση του έργου. Κατά την πορεία των εργασιών, ο εργολάβος υπέβαλε δύο αιτήματα για παράταση χρόνου –στις 18 Απριλίου και 9 Μαΐου 2005– τα οποία απορρίφθηκαν λίγες εβδομάδες αργότερα.
Η κοινοπραξία διαφώνησε με τις απορριπτικές αποφάσεις και ζήτησε, βάσει των συμβατικών όρων, να παραπεμφθεί η διαφορά σε διαιτησία. Η Δημοκρατία συναίνεσε, και ορίστηκε ως διαιτητής ο πολιτικός μηχανικός Κώστας Ανδρονίκου, πρόσωπο με τεχνική εμπειρογνωμοσύνη στον τομέα των μεγάλων έργων υποδομής.
Η διαιτητική διαδικασία διεξήχθη κυρίως γραπτώς, χωρίς την παρουσία μαρτύρων, καθώς τα μέρη συμφώνησαν ο διαιτητής να αξιοποιήσει την τεχνική του γνώση για να αποτιμήσει τα πραγματικά δεδομένα. Στις 30 Απριλίου 2012, ο Ανδρονίκου εξέδωσε την απόφασή του, δικαιώνοντας τις εταιρείες και παραχωρώντας παράταση χρόνου 77 εβδομάδων για παράδοση του έργου, από τις 110 που είχαν αρχικά ζητηθεί.
Η Δημοκρατία, μέσω του Γενικού Εισαγγελέα, προσέφυγε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ζητώντας την ακύρωση της διαιτητικής απόφασης. Υποστήριξε ότι ο διαιτητής υπερέβη την εντολή του, αφού –κατά τον εργοδότη– το αίτημα του εργολάβου περιοριζόταν σε παράταση 51 εβδομάδων, και ότι ενήργησε αυθαίρετα ως εμπειρογνώμονας χωρίς να δώσει στα μέρη την ευκαιρία να εκφράσουν απόψεις επί της μεθοδολογίας του.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο, ωστόσο, απέρριψε την αίτηση, κρίνοντας ότι ο διαιτητής ενήργησε εντός των ορίων της εντολής του και ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν κοινώς αποδεκτή από όλα τα μέρη.
Στη συνέχεια ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρισε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, προβάλλοντας πέντε λόγους οι οποίοι περιστρέφονταν γύρω από τα ίδια επιχειρήματα.
Το Ανώτατο, εξετάζοντας την υπόθεση, διαπίστωσε πως το αρχικό αίτημα του εργολάβου προς τον αρχιτέκτονα δεν περιόριζε συγκεκριμένο αριθμό εβδομάδων αλλά ζητούσε «την παράταση χρόνου που δικαιούται ο εργολάβος» για όλες τις εργασίες που προέκυψαν μετά τη συμπληρωματική συμφωνία. Επομένως, ο διαιτητής είχε πλήρη εξουσία να αποφασίσει εξ υπαρχής για τη συνολική διάρκεια της παράτασης.
«Η παραπομπή διαφοράς σε διαιτητή, με εξειδίκευση στον συγκεκριμένο τομέα στον οποίον αυτή εμπίπτει, δεδομένης και της φύσης του έργου, αποσκοπεί στο να κληθεί αυτός να αποφασίσει, συναφώς, αντλώντας από τις γνώσεις και την εμπειρία του ως ειδικός. Δηλαδή, να εφαρμόσει κατά την εξέταση της διαφοράς, συν τοις άλλοις, την εμπειρογνωμοσύνη του. Εν προκειμένω, η πιο πάνω διαδικασία», τονίζεται στην απόφαση. Ως εκ τούτου, τα μέρη είχαν πλήρη γνώση ότι η εξέταση της διαφοράς θα γινόταν με αυτόν τον τρόπο και δεν υπήρξε οποιαδήποτε αθέμιτη ή αιφνιδιαστική ενέργεια.
Η έφεση απορρίφθηκε στην ολότητά της, με το δικαστήριο να επιδικάζει έξοδα εναντίον του εφεσείοντα (σ.σ. ο Γενικός Εισαγγελέας) τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €4.600.- για έκαστο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.






