Η εικόνα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στην Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει συνολικά ευνοϊκή το 2025, με τους δείκτες να κινούνται σε ιστορικά χαμηλά, αλλά με ανομοιογένειες ανά χώρα και κλάδο που υπαγορεύουν προσοχή από τις εποπτικές αρχές και τα πιστωτικά ιδρύματα.
Σύμφωνα με τον πιο πρόσφατο Risk Dashboard της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EBA) για το πρώτο τρίμηνο του 2025, το απόθεμα ΜΕΔ των τραπεζών της ΕΕ/ΕΟΧ διαμορφώθηκε στα 377,8 δισ. ευρώ, πρακτικά αμετάβλητο έναντι του προηγούμενου τριμήνου, ενώ ο ενοποιημένος λόγος ΜΕΔ παρέμεινε κοντά στο 1,85%-1,9%, ήπια χαμηλότερος από τα τέλη του 2024. Η σταθερότητα στο υπόλοιπο των ΜΕΔ, σε συνδυασμό με την αύξηση των συνολικών δανείων, συντηρεί τη χαμηλή αναλογία ΜΕΔ, παρά το ότι το κόστος κινδύνου δείχνει να αυξάνεται από τα χαμηλά της περιόδου 2021-2023.
Τα εποπτικά στατιστικά της ΕΚΤ για τις άμεσα εποπτευόμενες σημαντικές τράπεζες επιβεβαιώνουν τη συγκρατημένη βελτίωση του λόγου ΜΕΔ: το Α’ τρίμηνο 2025 ο δείκτης διαμορφώθηκε στο 2,24% (εξαιρώντας μετρητά στις κεντρικές τράπεζες και καταθέσεις όψεως), μειωμένος κατά 4 μονάδες βάσης σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 7 μονάδες βάσης σε ετήσια βάση. Η μείωση αυτή δεν οφείλεται τόσο σε υποχώρηση του αριθμητή όσο στη σημαντική αύξηση του δανειακού χαρτοφυλακίου, καθώς το απόθεμα ΜΕΔ αυξήθηκε οριακά κατά 1,62 δισ. ευρώ, ενώ τα δάνεια και οι πιστώσεις αυξήθηκαν κατά 394 δισ. ευρώ, ενισχύοντας τον παρονομαστή και μειώνοντας τον δείκτη. Ανά κατηγορία δανειοληπτών, τα νοικοκυριά εμφάνισαν δείκτη 2,21% και οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις 3,48%, με τα δάνεια των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στο 4,78% και τα εταιρικά χαρτοφυλάκια με εξασφάλιση εμπορικά ακίνητα στο 4,50%, επίπεδα που αναδεικνύουν τους επίμονα υψηλότερους κινδύνους στα εταιρικά και στα ακίνητα.
Στο μέτωπο των προπομπών κινδύνου, η εικόνα είναι ήπια θετική: το ποσοστό δανείων Stage 2, δηλαδή δανείων με ενδείξεις αυξημένης πιθανότητας αθέτησης, υποχώρησε στο 9,76% το Α’ τρίμηνο 2025 από 9,93% το Δ’ τρίμηνο 2024, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ, με κάμψη στα δάνεια προς επιχειρήσεις στο 13,81% και σταθερότητα στα νοικοκυριά στο 9,68%. Σε επίπεδο ΕΒΑ, την άνοιξη του 2025 οι τράπεζες διαχειρίζονται υψηλότερο κόστος κινδύνου -57 μονάδες βάσης στο Α’ τρίμηνο με βάση το Risk Dashboard- σε σύγκριση με τον μέσο όρο από το 2021, αλλά με κεφαλαιακά αποθέματα που διατηρούν την ανθεκτικότητα του συστήματος. Ο δείκτης πρωτοβάθμιων κεφαλαίων (CET1) προσδιορίζεται από την ΕΚΤ στο 16,05% για τα σημαντικά ιδρύματα, ενώ η ΕΒΑ καταγράφει 16,2% για το πανευρωπαϊκό δείγμα, επιβεβαιώνοντας ότι το κεφαλαιακό προφίλ παραμένει ισχυρό παρά τη σταδιακή ομαλοποίηση της κερδοφορίας και της καθαρής επιτοκιακής περιθωριοποίησης.
Οι γεωγραφικές διαφοροποιήσεις είναι υπαρκτές αλλά η διάσταση «πυρήνας-περιφέρεια» έχει αμβλυνθεί σε σχέση με προηγούμενους κύκλους. Σύμφωνα με την Scope Ratings, ο ενοποιημένος λόγος ΜΕΔ κινήθηκε στο 1,85% το Α’ τρίμηνο 2025, με ενδείξεις ότι ορισμένες μεγάλες αγορές (όπως Γαλλία και Ιταλία) είδαν ήπιες τριμηνιαίες αυξήσεις, ενώ άλλες (Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία) σημείωσαν μικρές μειώσεις. Η διαφορά μεταξύ αγορών με ώριμες δευτερογενείς συναλλαγές ΜΕΔ-Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία - και εκείνων με περιορισμένη δραστηριότητα παραμένει παράγοντας που επηρεάζει τον ρυθμό απομείωσης αποθεμάτων και την ταχύτητα διαχείρισης.
Οι κλαδικοί κίνδυνοι εστιάζουν στα εμπορικά ακίνητα και στα χαρτοφυλάκια μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπου οι δείκτες ΜΕΔ παραμένουν υψηλότεροι του μέσου όρου και ευαίσθητοι στις συνθήκες αναχρηματοδότησης. Η τάση στα εμπορικά ακίνητα εξακολουθεί να τελεί υπό παρακολούθηση, καθώς οι αυξομειώσεις των επιτοκίων και οι διαρθρωτικές αλλαγές στη ζήτηση χώρων γραφείων επηρεάζουν τη βιωσιμότητα έργων και τις ροές εξυπηρέτησης. Παράλληλα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν ανομοιόμορφες πιέσεις λόγω κόστους χρηματοδότησης και τοπικής δυναμικής ανάπτυξης, κάτι που αντανακλάται στον δείκτη 4,78% για το Α’ τρίμηνο 2025 και υπογραμμίζει την ανάγκη εξατομικευμένων στρατηγικών διαχείρισης.
Στο πεδίο των δευτερογενών αγορών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω του NPL Advisory Panel καταγράφει πρόοδο στη διαφάνεια και στα πρότυπα δεδομένων, με στόχο την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των συναλλαγών και την ομαλή λειτουργία της αγοράς στις περιόδους που απαιτείται απομόχλευση. Η αποτύπωση της αγοράς για το 2024 -αρχές 2025 δείχνει υποχώρηση όγκων σε ορισμένες περιφέρειες και άνοδο σε άλλες, στοιχείο που επιβεβαιώνει ότι οι εθνικές ιδιαιτερότητες- θεσμικό πλαίσιο, φορολογικές πρακτικές, βάθος επενδυτών - καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη δραστηριότητα. Παρά τα χαμηλά συνολικά αποθέματα, ορισμένες αναλύσεις προεξοφλούν πιθανή ήπια άνοδο των ΜΕΔ εντός του έτους, κυρίως ως αποτέλεσμα μετάπτωσης τμήματος των Stage 2, χωρίς εντούτοις να προοιωνίζεται κύμα «νέων ΜΕΔ» ανάλογο παλαιότερων περιόδων.
Οι μακροοικονομικές και εποπτικές συνθήκες προσφέρουν ένα πλαίσιο σταθερότητας, αλλά όχι εφησυχασμού. Η τραπεζική κερδοφορία μετριάζεται καθώς το καθαρό επιτοκιακό κέρδος υποχωρεί, ωστόσο στηρίζεται από τον όγκο εργασιών και τα έσοδα από προμήθειες. Παράλληλα τα κεφαλαιακά «μαξιλάρια» παραμένουν υψηλά, όπως φανερώνουν και τα αποτελέσματα του stress test της EBA για το 2025, με συνολική απομείωση 370 μ.β. στο δυσμενές σενάριο και τελικό CET1 περί το 12%. Σε αυτό το πλαίσιο, οι δείκτες ΜΕΔ κινούνται χαμηλά, οι προπομποί κινδύνου αποκλιμακώνονται οριακά και οι τράπεζες διατηρούν ικανότητα απορρόφησης κραδασμών - με την προϋπόθεση ότι η πίεση σε εμπορικά ακίνητα και επιμέρους τμήματα των ΜΜΕ δεν θα κλιμακωθεί, και ότι η ομαλή ροή πιστώσεων θα συνεχιστεί χωρίς υπέρμετρη χαλάρωση κριτηρίων.






