Η Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή (ΥΠΚ) ολοκλήρωσε την έρευνα που διεξήγαγε στις συμβάσεις των στεγαστικών δανείων της Τράπεζας Κύπρου και της Ελληνικής Τράπεζας, διαπιστώνοντας την ύπαρξη καταχρηστικών όρων που παραβιάζουν, όπως υποστηρίζει, την αρχή της διαφάνειας και δημιουργούν σοβαρή ανισορροπία σε βάρος των καταναλωτών.
Η αυτεπάγγελτη έρευνα ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2024 και βασίστηκε στον περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμο του 2021.
Σύμφωνα με το πόρισμα, εντοπίστηκαν ρήτρες που επιτρέπουν, μεταξύ άλλων, στις τράπεζες να μεταβάλλουν το επιτόκιο και τη μεθοδολογία υπολογισμού χωρίς σαφή και αντικειμενικά κριτήρια, γεγονός που σύμφωνα με την Υπηρεσία παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας.
Επίσης, γίνεται αναφορά σε υπερβολικά ευρύ δικαίωμα επίσχεσης της περιουσίας του καταναλωτή, χωρίς επαρκείς περιορισμούς, καθώς και δυνατότητα συνένωσης και συμψηφισμού λογαριασμών — ακόμη και κοινών ή καταθετικών — χωρίς προηγούμενη ενημέρωση ή προειδοποίηση.
Παράλληλα, στο πόρισμα, σημειώνεται ότι οι συμβάσεις περιλαμβάνουν όρο που θεσπίζει τεκμήριο λήψης ειδοποίησης από τον καταναλωτή, ακόμη κι αν αυτή επιστραφεί ανεπίδοτη, ενώ ειδοποίηση προς έναν συμβαλλόμενο θεωρείται ότι ισχύει για όλους.
Επιπλέον, τονίζεται ότι το κόστος επανεκτίμησης ακινήτου μετακυλίεται στον καταναλωτή χωρίς σαφή κριτήρια ή περιορισμούς, με αποτέλεσμα την υπέρμετρη επιβάρυνσή του. Τέλος, επισημαίνεται ότι η τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα να χρεώνει οποιονδήποτε λογαριασμό του καταναλωτή για οφειλές χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, γεγονός σύμφωνα με την Υπηρεσία, ενέχει τον κίνδυνο αιφνιδιασμού και δημιουργεί σοβαρή ανισορροπία σε βάρος του καταναλωτή.
Λαμβάνοντας υπόψη την σοβαρότητα των παραβάσεων, ο Διευθυντής της ΥΠΚ εξέδωσε διοικητικές αποφάσεις, επιβάλλοντας πρόστιμο ύψους €800.000 στην Τράπεζα Κύπρου και €600.000 στην Ελληνική Τράπεζα, ενώ διέταξε και την άμεση παύση των παραβάσεων.
Οι αποφάσεις έχουν ήδη δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα της ΥΠΚ.
Σημειώνεται ότι κάθε καταναλωτής που επηρεάστηκε από τις εν λόγω ρήτρες, έχει δικαίωμα να προσφύγει στο Δικαστήριο.
Τράπεζα Κύπρου
Όπως αναφέρεται, η εντεταλμένη υπηρεσία λαμβάνοντας υπόψη το ενώπιον της υλικό, τις θέσεις της Τράπεζας και την πρόθεση της για συμμόρφωση και ασκώντας τις αρμοδιότητες και εξουσίες που χορηγούνται σε αυτήν σύμφωνα με το Νόμο, αποφάσισε ότι οι όροι που περιέχονται στο πρότυπο σύμβασης στεγαστικών δανείων που συνάπτει η Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ με καταναλωτές και ρυθμίζουν και/ή αφορούν τα ακόλουθα θέματα: «Μεταβολές επιτοκίου και αλλαγή μεθοδολογίας υπολογισμού», «Γενικό Δικαίωμα Επίσχεσης», «Συνένωση λογαριασμών και συμψηφισμός», «Ειδοποίηση Τράπεζας προς καταναλωτή» και «Επανεκτίμηση ακινήτου», αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 50 και 52 του περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμου του 2021 και ως εκ τούτου, είναι καταχρηστικοί.
Οι καταχρηστικοί όροι περιλήφθηκαν στις συμβάσεις της τον 06/2021 και εφαρμόστηκαν έκτοτε σε μεγάλο αριθμό στεγαστικών δανείων (14.810) που συνήφθησαν με καταναλωτές, ιδίως ηλικίας 20 έως 45 ετών.
Το προσφερόμενο από την Τράπεζα προϊόν (στεγαστικά δάνεια), σημειώνεται, αφορά τη βασικότερη πτυχή της λιανικής τραπεζικής, υπό την έννοια της σημαντικής κοινωνικοπολιτικής του σημασίας. Αφενός, επισημαίνεται ο τεράστιος αντίκτυπος που έχει ο τραπεζικός δανεισμός για στέγαση, αφετέρου και σε ό,τι αφορά στον καταναλωτή, τονίζεται ότι η υπογραφή σύμβασης ενυπόθηκου δανείου αποτελεί για αυτόν ίσως τη σημαντικότερη και πιο δαπανηρή χρηματοπιστωτική δέσμευση που θα αναλάβει στη ζωή του. Παράλληλα, προστίθεται, τα δάνεια αυτά συχνά εξασφαλίζονται με υποθήκη επί ακινήτου που αποτελεί την πρώτη κατοικία του οφειλέτη. Αυτό είχε ως συνέπεια την επαναλαμβανόμενη επιβολή όρων που περιόριζαν τα δικαιώματα των καταναλωτών σε μακροχρόνιες και υψηλής οικονομικής σημασίας συμβάσεις. Τα δεδομένα αυτά λειτουργούν επιβαρυντικά.
Σε αντίθεση με τα επιβαρυντικά στοιχεία, αξιολογείται ως ουσιώδης ελαφρυντικός παράγοντας η πρόθεση της Τράπεζας να τροποποιήσει τους διαπιστωθέντες καταχρηστικούς όρους, προς εναρμόνιση με τις απαιτήσεις του ισχύοντος νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου. Περαιτέρω, η παραδοχή της ανάγκης συμμόρφωσης από μέρους της Τράπεζας υποδηλώνει πρόθεση να περιοριστούν οι επιπτώσεις της παράβασης και να διασφαλιστεί η προστασία των καταναλωτών στο μέλλον.
Η Τράπεζα συνεργάστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας με την Εντεταλμένη Υπηρεσία, παρέχοντας τα απαιτούμενα στοιχεία και πληροφορίες, γεγονός που συνεκτιμάται ως ελαφρυντικός παράγοντας κατά την επιβολή της κύρωσης. Επιπλέον, η Εντεταλμένη Υπηρεσία διαπιστώνει ότι, σε σύγκριση με παλαιότερες συμβάσεις της Τράπεζας, οι ρήτρες παρουσιάζουν βελτιωμένη διατύπωση όσον αφορά στη σαφήνεια και τη διαφάνειά τους, στοιχείο που φαίνεται να υποδηλώνει πρόθεση προσαρμογής προς τις απαιτήσεις του Νόμου.
Eurobank (πρώην Ελληνική)
Η Εντεταλμένη Υπηρεσία, αφού έλαβε υπόψη το σχετικό υλικό, τις θέσεις της Τράπεζας καθώς και τυχόν δεσμεύσεις της, και ασκώντας τις αρμοδιότητές της σύμφωνα με τον Νόμο, αποφασίζει ότι οι όροι που περιλαμβάνονται στην πρότυπη σύμβαση στεγαστικών δανείων της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσια Εταιρεία Λτδ, οι οποίοι αφορούν τα ακόλουθα θέματα: Τρόπος Αποπληρωμής, Εξασφαλίσεις και Ασφάλειες, Κύριο Βασικό Επιτόκιο, Έξοδα, Τέλη, Χρεώσεις και Εκθέσεις, Γεγονότα Παράβασης για Φυσικά Πρόσωπα εκτός επιχειρηματικής δραστηριότητας, Συμψηφισμός και Γενικό Δικαίωμα Επίσχεσης, Γενικοί Όροι αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 50 και 52 του περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμου του 2021 και, συνεπώς, χαρακτηρίζονται ως καταχρηστικοί και/ή αδιαφανείς.
Για την επιβολή κυρώσεων ο Διευθυντής λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες: Το προϊόν που προσφέρει η Τράπεζα, δηλαδή τα στεγαστικά δάνεια, συνιστά θεμελιώδη πτυχή της λιανικής τραπεζικής, λόγω της καθοριστικής κοινωνικοοικονομικής του σημασίας. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον κρίσιμο ρόλο του τραπεζικού δανεισμού για σκοπούς στέγασης, καθώς και στο γεγονός ότι η σύναψη ενυπόθηκου δανείου αποτελεί για τον καταναλωτή, την σημαντικότερη και πλέον δαπανηρή χρηματοπιστωτική υποχρέωση καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Υπό το πρίσμα αυτό, οι ευρωπαϊκοί νομοθέτες έχουν θεσπίσει ειδικό πλαίσιο ρυθμίσεων για την ενυπόθηκη πίστη, με στόχο την ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών και τη διασφάλιση ότι λαμβάνουν σαφή και ουσιαστική ενημέρωσης σχετικά με τους κινδύνους που αναλαμβάνουν.
Στην παρούσα περίπτωση, αναφέρεται, οι καταχρηστικοί όροι – όπως επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία που προσκόμισε η Τράπεζα – ενσωματώθηκαν στις συμβάσεις της και εφαρμόστηκαν σε σημαντικό αριθμό στεγαστικών δανείων προς καταναλωτές. Συγκεκριμένα, από τις 8.8.2022, ημερομηνία έναρξης ισχύος του υπό εξέταση προσχεδίου σύμβασης, οι όροι αυτοί, σύμφωνα πάντα με τις αναφορές της Υπηρεσίας, περιλήφθηκαν σε 7.456 στεγαστικά δάνεια, γεγονός που όπως σημειώνεται, αναδεικνύει τον συστηματικό και διαρκή χαρακτήρα της παράβασης.
Ως ελαφρυντικός παράγοντας λαμβάνεται υπόψη ότι δεν προκύπτουν ενδείξεις δόλου ή στοχευμένης πρόθεσης παραβίασης εκ μέρους της Τράπεζας, ούτε αποδεικνύεται ότι ειδική στόχευση ευάλωτων ομάδων καταναλωτών, όπως ανήλικοι ή ηλικιωμένοι, κατά την εφαρμογή των επίμαχων όρων.
Επιπλέον, συνεκτιμάται η συνεργασία που επέδειξε η Τράπεζα καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας με την Εντεταλμένη Υπηρεσία, μέσω της παροχής των απαιτούμενων στοιχείων και πληροφοριών. Ι
διαίτερης βαρύτητας θεωρείται επίσης η πρωτοβουλία της Τράπεζας να προτείνει την τροποποίηση ή/και διαγραφή των επίμαχων όρων, με στόχο τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του Νόμου, γεγονός που αξιολογείται ως πρόσθετος ελαφρυντικός παράγοντας κατά την επιβολή κυρώσεων.
Περαιτέρω, η Εντεταλμένη Υπηρεσία διαπιστώνει ότι, σε σύγκριση με προγενέστερες συμβάσεις της Τράπεζας, οι επίμαχες ρήτρες εμφανίζουν βελτιωμένη διατύπωση ως προς τη σαφήνεια και τη διαφάνεια. Το στοιχείο αυτό υποδηλώνει πρόθεση της Τράπεζας για προσαρμογή στις απαιτήσεις του Νόμου και για βελτίωση της προστασίας των καταναλωτών.






