Υπερβαίνει το μέσο όρο της ΕΕ, το ποσοστό της υποκειμενικής φτώχειας στην Κύπρο, όπως δείχνουν στοιχεία που δημοσίευσε την Πέμπτη η Eurostat.
Η υποκειμενική φτώχεια αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο τα άτομα αντιλαμβάνονται την χρηματοοικονομική και υλική τους κατάσταση. Είναι μια έννοια που βασίζεται στα αποτελέσματα των στατιστικών στοιχείων της ΕΕ για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (EU-SILC), μιας συλλογής δεδομένων που διεξάγεται σε όλα τα μέλη της ΕΕ.
Στόχος αυτού του δείκτη είναι να αξιολογήσει την αντίληψη των ερωτηθέντων για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το νοικοκυριό στην κάλυψη των αναγκών του. Η αξιολόγηση λαμβάνει υπόψη την κατάσταση ευημερίας των νοικοκυριών, συμπεριλαμβανομένου του εισοδήματος, των δαπανών, του χρέους και του πλούτου.
Το 2024, το 17,4% του πληθυσμού της ΕΕ ήταν «υποκειμενικά» φτωχό, σημειώνοντας βελτίωση από το 19,1% που καταγράφηκε το 2023. Στην Κύπρο το ποσοστό της υποκειμενικής φτώχειας μειώθηκε στο 20,8% από 24,1% το 2023 σημειώνοντας ουσιαστική μείωση τα τελευταία χρόνια. Το 2018 έφθανε το 46,4%.
Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, η Ελλάδα είχε το υψηλότερο ποσοστό ατόμων που θεωρούνταν υποκειμενικά φτωχά (66,8%), ακολουθούμενη από τη Βουλγαρία (37,4%) και τη Σλοβακία (28,7%). Τα χαμηλότερα ποσοστά αναφέρθηκαν στην Ολλανδία και τη Γερμανία (και οι δύο 7,3%) και στο Λουξεμβούργο (8,5%).
Η υποκειμενική φτώχεια μειώνεται για όλες τις ηλικιακές ομάδες
Εξετάζοντας τις διαφορετικές ηλικιακές ομάδες στην ΕΕ το 2024, το ποσοστό υποκειμενικής φτώχειας ήταν υψηλότερο μεταξύ των ατόμων κάτω των 18 ετών, στο 20,6%. Μεταξύ των ατόμων ηλικίας 18 έως 64 ετών, το 17,3% θεωρούνταν υποκειμενικά φτωχό, ενώ αυτό ίσχυε για το 14,9% της μεγαλύτερης γενιάς (65 ετών και άνω).
Αξιοσημείωτο είναι ότι όλες οι ηλικιακές ομάδες παρουσίασαν μείωση στο συνολικό μερίδιο από το 2023 έως το 2024. Η μεγαλύτερη πτώση παρατηρήθηκε στην ηλικιακή ομάδα 18-64 ετών κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.), ενώ η μείωση τόσο για τη νεότερη όσο και για τη μεγαλύτερη ηλικιακή ομάδα ήταν 1,6 π.μ.






