Γράφουν: Γιάννης Σεϊτανίδης, Ανδρέας Αθανασίου
Κυπριακό χρώμα έχει η διεθνής αστυνομική και δικαστική επιχείρηση με την ονομασία «Chargeback» για την εξάρθρωση εγκληματικών δικτύων που απέσπασαν πέραν των 300 εκατ. ευρώ από περισσότερα από 4,3 εκατομμύρια θύματα σε 193 χώρες μέσω απάτης με πιστωτικές κάρτες. Η εμπλοκή της Κύπρου αφορά το ξέπλυμα χρήματος, με την υπόθεση να αποκαλύπτει κενά στην εποπτεία του εταιρικού τομέα.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Europol, «για να αποκρύψουν τις δραστηριότητές τους, οι ύποπτοι χρησιμοποίησαν πολλές εικονικές εταιρείες (shell companies), οι οποίες ήταν κυρίως εγγεγραμμένες στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Κύπρο. Οι εταιρείες αυτές χρησιμοποιήθηκαν για τη διανομή των δόλιων συναλλαγών, ελαχιστοποιώντας τον κίνδυνο αντιστροφής χρεώσεων και ανίχνευσης. Οι εικονικές εταιρείες αποκτήθηκαν μέσω παρόχων υπηρεσιών εγκληματικών δραστηριοτήτων, οι οποίοι παρείχαν πλήρεις εταιρικές δομές, συμπεριλαμβανομένων ψεύτικων διευθυντών και εγγράφων 'Γνώρισε τον πελάτη σου' (KYC)».
Στην Κύπρο υποτίθεται ότι είχαμε τελειώσει με τις shell companies και ότι εφαρμόζονται με τα υψηλότερα στάνταρ οι διαδικασίες σε KYC. Η «Επιχείρηση Chargeback» δείχνει ότι στο κομμάτι του εντπισμού και της καταπολέμησης του ξεπλύματος χρήματος υπάρχει δρόμος να διανυθεί. Η δικαστική έρευνα βασίστηκε σε λεπτομερείς εκθέσεις ανάλυσης οικονομικών δεδομένων που εκπόνησε η Μονάδα Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών του Λουξεμβούργου.
Η Κυπριακή Αστυνομία σε ανακοίνωσή της έκανε γνωστό ότι στο πλαίσιο της επιχειρήσης εξάρθρωσης -που εξελίχθηκε ταυτόχρονα την Τρίτη 4 Νοεμβρίου σε Γερμανία, Καναδά, Κύπρο, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Σιγκαπούρη, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ - προέβη στη σύλληψη δύο προσώπων, σε έρευνες γραφείων εταιρειών και κατοικιών, καθώς και σε κατασχέσεις εγγράφων και ηλεκτρονικών συσκευών. Συνολικά έγιναν 18 συλλήψεις.
Το κόλπο
Σύμφωνα με την Europol και την Eurojust, οι δράστες φέρονται να καταχράστηκαν δεδομένα από περισσότερους από 4,3 εκατομμύρια κατόχους πιστωτικών καρτών σε 193 χώρες, δημιουργώντας περίπου 19 εκατομμύρια ψεύτικες διαδικτυακές συνδρομές σε ιστοσελίδες γνωριμιών, πορνογραφικού περιεχομένου και streaming. Οι δράστες φαίνεται να γνώριζαν καλά πώς να κινούνται κάτω από τα ραντάρ των Αρχών, καθώς οι ιστότοποι αυτοί ήταν σχεδιασμένοι να μην εντοπίζονται από μηχανές αναζήτησης και ήταν προσβάσιμοι μόνο μέσω απευθείας συνδέσμων (URLs).
Οι χρεώσεις στις κάρτες ήταν χαμηλές, γύρω στα 50 ευρώ τον μήνα, ώστε να μη κινήσουν υποψίες, ενώ συνοδεύονταν από ασαφείς περιγραφές συναλλαγών, καθιστώντας δύσκολο για τα θύματα να εντοπίσουν τις παράνομες χρεώσεις.
Η υπόθεση άρχισε να ξετυλίγεται στο Λουξεμβούργο, όταν οι Αρχές εντόπισαν ύποπτες χρηματικές ροές και ξεκίνησαν δικαστική έρευνα για ξέπλυμα χρήματος και κατάχρηση εταιρικών περιουσιακών στοιχείων.
Πραγματοποιήθηκαν έρευνες σε γραφεία εταιρειών, ανακρίσεις υπόπτων και δέσμευση περιουσιακών στοιχείων αξίας εκατομμυρίων ευρώ.
Επειδή αρκετοί ύποπτοι ήταν Γερμανοί υπήκοοι, η υπόθεση μεταφέρθηκε στην Εισαγγελία του Κόμπλεντς, η οποία συνεργάστηκε στενά με τις Αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών και την Εισαγγελία της Νότιας Περιφέρειας της Νέας Υόρκης.
Η ανταλλαγή πληροφοριών αποδείχθηκε καθοριστική για την αποκάλυψη του πλήρους δικτύου και την εκτέλεση των συλλήψεων.
Η διεθνής συνεργασία
Η Eurojust πραγματοποίησε τέσσερις συναντήσεις συντονισμού για την προετοιμασία της επιχείρησης, με τη συμμετοχή Αρχών από δέκα χώρες, μεταξύ των οποίων Κύπρος, Γερμανία, Ισπανία, Λουξεμβούργο, Ηνωμένο Βασίλειο, Ηνωμένες Πολιτείες και Σιγκαπούρη.
Παράλληλα, διευκολύνθηκε η εκτέλεση 90 Ευρωπαϊκών Εντολών Έρευνας και αιτημάτων δικαστικής συνδρομής προς 30 χώρες. Η Europol παρείχε αναλυτική και τεχνική υποστήριξη από τον Μάιο του 2023, συμπεριλαμβανομένης εξειδίκευσης σε κρυπτονομίσματα και ψηφιακά ίχνη.






