Η έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕΚ) της ΠΕΟ για την Οικονομία και την Απασχόληση το 2025 υποστηρίζει τη θέση για αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος της μισθωτής εργασίας μέσω του πληθωρισμού και μέσω των αυξήσεων της παραγωγικότητας τις οποίες καρπώνονται εξ ολοκλήρου ή κατά τον μεγαλύτερο βαθμό οι επιχειρήσεις. Το αποτέλεσμα είναι η μεγέθυνση του ΑΕΠ να μην αντανακλάται στα επίπεδα των μισθών, με το ΙΝΕΚ να συστήνει ουσιαστικές αυξήσεις στις απολαβές των εργαζομένων.
Σύμφωνα με την έκθεση το 2025, η Κύπρος καταλαμβάνει την 21η θέση στην κατάταξη των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με κριτήριο την αγοραστική δύναμη των αποδοχών ανά μισθωτό και την 13η θέση στην κατάταξη με κριτήριο την αγοραστική δύναμη του ΑΕΠ ανά κάτοικο. Αυτές οι κατατάξεις σημαίνουν ότι Κύπρος είναι η 13η πλουσιότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά στην κατάταξη των 27 χωρών με κριτήριο την αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού η Κύπρος κατατάσσεται σε μια από τις τελευταίες θέσεις (21η), μαζί με χώρες που έχουν ΑΕΠ ανά κάτοικο από 15% έως 30% χαμηλότερο της Κύπρου.
«Οι χώρες που έχουν συγκρίσιμο ΑΕΠ ανά κάτοικο με την Κύπρο, η Ιταλία και η Ισπανία, καταβάλλουν μέσες αποδοχές εργασίας που έχουν αγοραστική δύναμη μεγαλύτερη κατά 25% έως 30% έναντι της Κύπρου», σημειώνεται στην έκθεση.
Χρησιμοποιώντας ως δείκτη για την αποτύπωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων την απόδοση παγίου κεφαλαίου -το ΙΝΕΚ κάνει λόγο για τον πλέον αξιόπιστο δείκτη- αυτός βρίσκεται σήμερα σε επίπεδο 75% υψηλότερο από το 2010. Ο μέσος μισθός εμφανίζεται αυξημένος 13% έναντι της μέσης τιμής των ετών 2006-2012.
Το ΙΝΕΚ εκτιμά ότι η αύξηση της κερδοφορίας μετά το 2005 οφείλεται, σχεδόν εξ ολοκλήρου, στη μείωση του εισοδηματικού μεριδίου των μισθών στον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας.
Στρεβλώσεις
Το ΙΝΕΚ, πάντως, θεωρεί ότι η αύξηση των πραγματικών μισθών είναι μικρότερη.
Ο μέσος μισθός, εξηγεί, που εμφανίζεται στα επίσημα στατιστικά στοιχεία, σχηματίζεται από το σύνολο των μισθωτών, περιλαμβανομένων και των διευθυντικών στελεχών (managers), που αποτελούν το 4,5% του συνόλου των μισθωτών. Οι μέσες απολαβές αυτής της κατηγορίας μισθωτών αυξάνουν τον μέσο όρο των απολαβών του συνόλου των μισθωτών κατά περίπου 15%, δημιουργώντας την ψευδή εντύπωση, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, ότι οι απολαβές των μισθωτών εν γένει είναι υψηλότερες από αυτές που πράγματι είναι.
Ανάλογη επίπτωση (5%), μικρότερη ωστόσο από την επίπτωση των διευθυντικών στελεχών, καταγράφεται από την αυξανόμενη παρουσία αλλοδαπών εργαζομένων υψηλής ειδίκευσης σε οικονομικούς κλάδους που αναπτύσσονται ταχύτερα από τον μέσο όρο της οικονομίας.






