Σε απλοποίηση των κανόνων κεφαλαιακής επάρκειας για τις μεγαλύτερες τράπεζες, μειώνοντας την εποπτική πίεση προς μικρότερες τράπεζες, προχωρεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ανταποκρινόμενη σε παράπονα για ασφυκτικές ρυθμίσεις που εισήχθησαν μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Όπως ανακοινώθηκε την Πέμπτη, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ αποδέχθηκε σχετικές συστάσεις της Ομάδας Υψηλού Επιπέδου που έχει συσταθεί για τον σκοπό αυτόν. Οι αλλαγές, που ενέκρινε η ΕΚΤ και θα υποβληθούν στην Κομισιόν, προβλέπουν μεταξύ άλλων μεγαλύτερη ευελιξία στα κεφάλαια των τραπεζών και τη δυνατότητά τους να απορροφούν ζημιές.
Οι προτάσεις στοχεύουν στην απλούστευση του πλαισίου χωρίς να θίγεται η ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος, διασφαλίζοντας ότι οι Αρχές μικροπροληπτικής και μακροπροληπτικής εποπτείας, καθώς και εξυγίανσης, θα συνεχίσουν να επιτυγχάνουν αποτελεσματικά τους στόχους τους.
Απλούστευση σχεδιασμού
Μία από τις συστάσεις αφορά την απλούστευση του σχεδιασμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων και των κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας των τραπεζών μέσω δύο αλλαγών: της συγχώνευσης των υφιστάμενων επιπέδων αποθεμάτων σε δύο –ένα μη αποδεσμεύσιμο και ένα αποδεσμεύσιμο που μπορεί να μειωθεί σε δύσκολες περιόδους, με διατήρηση των εξουσιών των αρμόδιων Αρχών– και της μείωσης του πλαισίου του δείκτη μόχλευσης από τέσσερα στοιχεία σε δύο, δηλαδή μια ελάχιστη απαίτηση 3% και ένα ενιαίο απόθεμα ασφαλείας, το οποίο θα μπορούσε να μηδενίζεται για τις μικρές τράπεζες.
Για τη βελτίωση της ποιότητας του τραπεζικού κεφαλαίου, προτείνεται η ενίσχυση της ικανότητας του πρόσθετου κεφαλαίου κατηγορίας 1 να απορροφά ζημιές σε κανονικές συνθήκες λειτουργίας, σύμφωνα με τα πρότυπα της Βασιλείας, διατηρώντας παράλληλα την ανθεκτικότητα. Εναλλακτικά, τα μη μετοχικά στοιχεία θα μπορούσαν να αφαιρεθούν από το κεφάλαιο της συνεχιζόμενης δραστηριότητας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα επηρεάζεται η συμμόρφωση με τη Βασιλεία και η κεφαλαιακή ουδετερότητα.
Το διοικητικό συμβούλιο εισηγείται επίσης την ουσιαστική διεύρυνση της αναλογικότητας στους τραπεζικούς κανόνες της ΕΕ, επεκτείνοντας το υφιστάμενο καθεστώς για τις μικρές τράπεζες ώστε να συμπεριληφθούν περισσότερα ιδρύματα και απλοποιώντας τους κανόνες.
Για την απλούστευση του μακροπροληπτικού πλαισίου, προτείνεται η αυτόματη αμοιβαιότητα των σχετικών μέτρων, ώστε όλες οι τράπεζες που δραστηριοποιούνται σε χώρα που εφαρμόζει μακροπροληπτικά μέτρα να υπάγονται σε αυτά.
Για την περαιτέρω εναρμόνιση, το δ.σ. εισηγείται τη μετατροπή των τραπεζικών κανόνων από οδηγίες σε άμεσα εφαρμόσιμους κανονισμούς.
Στο επίπεδο της εποπτείας, προτείνεται η ολοκλήρωση του ενιαίου κανονιστικού πλαισίου και η εναρμόνιση των κανόνων για αδειοδότηση, διακυβέρνηση και συναλλαγές με συνδεδεμένα μέρη, με στόχο τη μείωση της πολυπλοκότητας. Παράλληλα, οι εποπτικές Αρχές θα πρέπει να διαθέτουν μεγαλύτερη ευελιξία, μεταξύ άλλων ως προς τη συχνότητα επανεξέτασης των εσωτερικών μοντέλων των τραπεζών.
Στο πεδίο της υποβολής εκθέσεων, προτείνεται η ευρεία ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των ευρωπαϊκών Αρχών, επιτρέποντας στις τράπεζες να υποβάλλουν εκθέσεις μία μόνο φορά και δημιουργώντας ένα πλήρως ενοποιημένο σύστημα για στατιστικούς, προληπτικούς και σκοπούς εξυγίανσης. Όλες οι απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων θα αναθεωρούνται κάθε τρία έως πέντε χρόνια, ώστε να διασφαλίζεται η αναγκαιότητά τους.
Εγχώρια τραπεζική πηγή ανέφερε στον «Π» ότι «σε μια περίοδο πoυ οι τράπεζες άντεξαν τις πολλαπλές κρίσεις που είχαν ενώπιόν τους, καταγράφοντας πλέον σημαντικά επίπεδα κεφαλαίων, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έρχεται να τις ανταμείψει, δίνοντάς τους περισσότερη ευελιξία με απλοποίηση των εσωτερικών και υπηρεσιακών τους λειτουργιών». Πρόκειται για απλοποίηση διαδικασιών και όχι χαλάρωση, επεσήμανε.






