Η κυπριακή Πολιτεία βρίσκεται σε μια ιδιαίτερη συνθήκη: ενώ ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, όπως η φορολογική, θεωρούνται άμεσης προτεραιότητας, και θεσμοί κοινωνικού συμβιβασμού, όπως η Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή (ΑΤΑ), επανέρχονται στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων, η διαδικασία λήψης αποφάσεων μοιάζει εγκλωβισμένη.
Αυτό που διαφαίνεται είναι ότι ο κοινωνικός διάλογος υποκαθιστά την πολιτική διαδικασία και η μεταρρυθμιστική αδράνεια καθίσταται κυρίαρχο χαρακτηριστικό της διακυβέρνησης στην Κύπρο. Το ιδιαίτερο πολιτειακό σύστημα της Κύπρου, το οποίο εδράζεται σε ένα Σύνταγμα που είχε διαμορφωθεί υπό άλλες συνθήκες και εξυπηρετούσε διαφορετικούς σκοπούς, έχει ως αποτέλεσμα η Κύπρος να διοικείται από μία κυβέρνηση μειοψηφίας σε όρους κοινοβουλευτικών συσχετισμών. Αυτό το κενό μεταξύ εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας έδωσε πάρα πολύ χώρο στους κοινωνικούς εταίρους δημιουργώντας όμως μία στρέβλωση: οι κοινωνικοί εταίροι εκπροσωπούν οργανωμένα σύνολα και συμφέροντα, πρέπει να έχουν και έχουν θέση στον δημόσιο διάλογο, αλλά δεν κυβερνούν. Η διακυβέρνηση ανήκει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Αν και η Βουλή αποτελεί νομοθετικό σώμα και δεν έχει εκτελεστικά καθήκοντα, η ιδιαιτερότητα του κυπριακού πολιτειακού συστήματος δίνει στο Κοινοβούλιο και χαρακτηριστικά κυβερνήτη. Έτσι έχουμε μία εκτελεστική εξουσία ισχυρή, αλλά με τον εκάστοτε Πρόεδρο της Δημοκρατίας να έχει περιορισμένες δυνατότητες να εφαρμόσει το πρόγραμμα με το οποίο έχει εκλεγεί. Από την άλλη το Κοινοβούλιο χωρίς να παρέχει την εμπιστοσύνη του στην κυβέρνηση δημιουργεί ένα χαλαρό περιβάλλον στις τάξεις των βουλευτών οι οποίοι πολλές φορές υποκύπτουν στον πειρασμό του λαϊκισμού, καθώς όσα λένε δεν έχουν επίπτωση στη διακυβέρνηση, δηλαδή δεν θα πέσει, ούτε θα έχουμε εκλογές ακόμη και αν καταψηφιστεί ο προϋπολογισμός. Αυτό, δε, που αποκαλούμε σήμερα κόμματα της συγκυβέρνησης αποτελούν στην ουσία ένα άθροισμα κομμάτων της μειοψηφίας χωρίς ουσιαστική επιρροή στη διακυβέρνηση. Και αυτό το σχήμα που περιγράψαμε οδηγεί στην πράξη σε αδράνεια και στην σπατάλη πολύτιμου χρόνου μέχρι να καταφέρουμε να φτάσουμε στην επίλυση προβλημάτων. Ακόμη και ένα απλό τεχνικό ζήτημα, όπως η εφαρμογή του ΦΠΑ στην απόκτηση πρώτης κατοικίας μετατράπηκε σε πολιτικό θρίλερ.
Στην Κύπρο, η κουλτούρα του κοινωνικού διαλόγου έχει ιστορικά ισχυρές ρίζες. Οι εργοδοτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις αποτέλεσαν πάντα σημαντικούς πυλώνες κοινωνικής συνοχής. Η διαδικασία διαβούλευσης, όμως, είναι συμπληρωματική προς την πολιτική διαδικασία, καθώς λειτουργεί ως μηχανισμός εξισορρόπησης συμφερόντων. Σήμερα ο κοινωνικός διάλογος ξεπερνά τα θεσμικά του όρια.
Η διαβούλευση με κοινωνικούς εταίρους για κάθε μεγάλο ζήτημα -από την εργασιακή πολιτική μέχρι τις αναδιαρθρώσεις στη δημόσια υπηρεσία- καταλαμβάνει πια χώρο ο οποίος ανήκει πρώτιστα στη Βουλή. Στην πράξη, η λήψη αποφάσεων αναβάλλεται με διαρκείς κύκλους διαλόγου, χωρίς σαφή ορίζοντα λήξης και, τελικά, χωρίς τολμηρές επιλογές.
Η φορολογική μεταρρύθμιση
Η συζήτηση για τη φορολογική μεταρρύθμιση αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου. Εδώ και χρόνια, τόσο οι διεθνείς οργανισμοί όσο και η εγχώρια οικονομική κοινότητα τονίζουν την ανάγκη να εκσυγχρονιστεί το φορολογικό σύστημα, ώστε να γίνει πιο δίκαιο και αποδοτικό. Οι τεχνολογικές εξελίξεις και η πράσινη μετάβαση απαιτούν νέες βάσεις στη φορολογική πολιτική.
Η κυβέρνηση μετά από έναν επίπονο διάλογο και τεχνοκρατική εργασία την οποία ανέθεσε στο Κέντρο Οικονομικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Κύπρου κατέληξε σε μία πολιτική πρόταση η οποία αυτή τη στιγμή δέχεται έντονη κριτική. Η κριτική αυτή, όμως, ξεκινά από κοινωνικούς εταίρους οι οποίοι προτάσσουν συντεχνιακά θέματα. Είναι αστείο να χάνεται πολύτιμος χρόνος για να συζητήσουμε αν ο έφορος Φορολογίας θα έχει τη δυνατότητα να κατάσχει μετοχές από φορολογούμενους που έχουν οφειλές ή να θεωρείται υπερεξουσία το σφράγισμα υποστατικών επιχειρήσεων με επαναλαμβανόμενη φορολογική παραβατικότητα. Το καταπληκτικό είναι ότι η συντεχνιακή προσέγγιση υιοθετείται και από κόμματα. Η δημόσια διαβούλευση αποτελεί μέρος της νομοθετικής διαδικασίας, ωστόσο αυτή η διαβούλευση δεν μπορεί να υποκαταστήσει και στο τέλος να καθοδηγήσει τη νομοθετική επεξεργασία των προτεινόμενων νομοσχεδίων από το Κοινοβούλιο. Το δε Κοινοβούλιο δεν μπορεί να λειτουργεί ως παράρτημα του Δικηγορικού Συλλόγου ή του Ιατρικού Συλλόγου ή του Συνδέσμου των Λογιστών. Οφείλει να βλέπει τη μεγάλη εικόνα, δηλαδή, ποιο είναι το γενικότερο συμφέρον του κυπριακού λαού και πώς αυτό εξυπηρετείται.
Η ΑΤΑ
Παρόμοια εικόνα προκύπτει και στην περίπτωση της ΑΤΑ. Είναι εμφανές ότι τους κοινωνικούς εταίρους, στην προκειμένη περίπτωση τους εργοδότες και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τους χωρίζει μία μεγάλη απόσταση. Το αδιέξοδο είναι εμφανές. Αν και στην περίπτωση της ΑΤΑ έχουμε την έκφραση μίας σαφής πολιτικής θέσης από την κυβέρνηση, δηλαδή την απόδοση σε όλους, αλλά με κριτήρια ώστε να αποφευχθούν στρεβλώσεις που θα επιβαρύνουν τα δημόσια οικονομικά και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, αντί αυτή η πρόταση να λάβει τη μορφή νομοσχεδίων και να συζητείται στο Κοινοβούλιο, παραμένει σε ισχύ μία διαδικασία που δεν θα φέρει αποτέλεσμα. Η κυβέρνηση δεν τολμά να κηρύξει αδιέξοδο και παραμένει πιστή στο αφήγημα της συναίνεσης μέχρι τέλους.
Η επαναφορά της πολιτικής διαδικασίας
Συνολικά, η επιμονή στη μετατροπή κάθε πολιτικής πρωτοβουλίας σε «ατέρμονα διάλογο» εγκυμονεί κινδύνους για το ίδιο το μέλλον της Κύπρου. Όσο η πολιτική εξουσία αναβάλλει ή μετακυλίει την απόφαση στον κοινωνικό διάλογο, τόσο οι μεταρρυθμίσεις εγκλωβίζονται και η χώρα χάνει ευκαιρίες. Αυτό, όμως, υπονομεύει τόσο τη δημοκρατική νομιμοποίηση όσο και την ίδια τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Όταν η εκτελεστική και νομοθετική εξουσία καθίσταται δευτερεύουσες, ενώ οι κοινωνικοί εταίροι αναλαμβάνουν ρόλο υπερεκτελεστικού «θεσμού», το ισοζύγιο εξουσιών αλλοιώνεται εις βάρος της διαφανούς λογοδοσίας.
Το ζητούμενο, συνεπώς, δεν είναι να καταργηθεί ο κοινωνικός διάλογος, αλλά να επανέλθει στα πραγματικά του όρια. Ο διάλογος οφείλει να είναι συμβουλευτικός, να ενσωματώνει τις ανησυχίες των κοινωνικών εταίρων και να εμπλουτίζει τον δημόσιο διάλογο. Η τελική απόφαση, όμως, πρέπει να είναι απόρροια πολιτικής διαδικασίας, που θα εκφράζεται μέσω της Βουλής και της κυβέρνησης.
Χωρίς αυτή την επαναφορά της ισορροπίας, η Κύπρος θα παραμείνει παγιδευμένη σε μια κουλτούρα αδράνειας, όπου οι μεγάλες αποφάσεις θα θυσιάζονται στον βωμό μιας φαινομενικής συναίνεσης. Η ιστορία διδάσκει πως οι μεγάλες στιγμές μεταρρυθμίσεων γεννιούνται σε συνθήκες συγκρούσεων και όχι ατέρμονων διαβουλεύσεων.
Σε τελική ανάλυση, το κρίσιμο ζήτημα είναι η αποκατάσταση της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών και πολιτικής εξουσίας. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο εάν οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι αναλάβουν ξανά τον ρόλο τους: να αποφασίζουν, να παίρνουν το ρίσκο και να λογοδοτούν για τις επιλογές τους. Ο κοινωνικός διάλογος είναι πολύτιμος, αλλά η πολιτική διαδικασία παραμένει αδιαπραγμάτευτη.






